Κυβερνητικές πηγές, μιλώντας σε δημοσιογράφους μετά το ταξίδι του Α. Τσίπρα στην Ουάσινγκτον, δήλωσαν ότι το deal για το «λίφτινγκ» των F-16 θα ξεκινήσει όταν θα έχουμε βγει από τα μνημόνια.
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια συμφωνία που θα ξεκινήσει όταν θα έχουμε βγει από τα μνημόνια και θα αφορά ένα ποσό ύψους 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, δηλαδή ουσιαστικά 110 εκατ. ευρώ το χρόνο. «Εμείς ετοιμαζόμαστε να δώσουμε 1 δισ. σε κοινωνικό μέρισμα», σχολιάζουν, και εκτιμούν ότι οι εταίροι δεν τα λένε αυτά και πως ίσως κάποιοι «τους βάζουν λόγια να τα λένε». Υπογραμμίζουν επιπλέον ότι η Ελλάδα δεν μπαίνει σε μια κούρσα εξοπλισμών όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά ότι, αντίθετα, «προβαίνει στις απαραίτητες εκείνες ενέργειες για να μην είναι αναξιοποίητα αυτά τα οποία έχουμε», «έχουμε την εθνική ευθύνη να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας των ενόπλων δυνάμεων».
Παράλληλα οι ίδιες κυβερνητικές πηγές επιμένουν ότι το καθαρό κόστος θα είναι 1,1 δισ. και όχι 2,4 δισ. δολάρια επαναλαμβάνοντας, όπως είπε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος την Τρίτη, ότι αυτό θα γίνει σε βάθος δεκαετίας. Αναφέρουν ότι δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία και πως αυτό που συζητά αυτή την ώρα η Ελλάδα, είναι η ελληνική πλευρά να δαπανήσει περίπου 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας για τον εκσυγχρονισμό 85 - 95 αεροσκαφών.
Τα υπόλοιπα, μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι φόροι και διάφορα αντισταθμιστικά, θα τα αναλάβει η αμερικανική πλευρά, προσθέτουν, και σημειώνουν ότι στην Ουάσινγκτον «κατανοούν πως δεν είναι ζήτημα οικονομικό, αλλά ευαίσθητο γεωπολιτικό, ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν οι ισορροπίες ισχύος στην περιοχή».
Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν, επίσης, πως οι ειδικοί στο υπουργείο Άμυνας τονίζουν πως είναι μια συμφωνία που είναι εξαιρετικά επωφελής για την ελληνική πλευρά και δεν έχει υπάρξει παρόμοια στο παρελθόν. Συμπληρώνουν πως η τελική συμφωνία θα επιτευχθεί περί την Άνοιξη του 2018.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνουν ότι ο πρωθυπουργός «είναι ανοικτός ανά πάσα στιγμή να ενημερώσει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς» και πως αν η αντιπολίτευση ζητήσει ενημέρωση στη Βουλή, είναι στη διάθεσή της και δεν έχει καμία αντίρρηση. Πάντως, σημειώνουν ότι δεν προτίθεται να πάρει ο ίδιος μια τέτοια πρωτοβουλία γιατί θεωρεί πως είναι ένα θέμα αυτονόητο, και πως όταν έρθει η ώρα θα το εξετάσει η αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Ασκούν έντονη κριτική στην αξιωματική αντιπολίτευση, σχολιάζοντας ότι καθώς αυτά είναι σοβαρά θέματα, θα ήταν προτιμότερο να ρωτούν πρώτα να μάθουν και μετά να βγάζουν ανακοινώσεις και να προβαίνουν σε δημόσιες καταγγελίες, «γιατί αναγκάζονται να οδηγούνται σε αυτοδιαψεύσεις».
Οι ίδιες πηγές διατυπώνουν την πεποίθησή τους ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική δύναμη που να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα να εκσυγχρονιστεί ο στόλος των F-16, καθώς αν αυτό δεν συμβεί, πλέον με τα νέα δεδομένα, θα έχουμε έναν στόλο ο οποίος δεν θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ΠΑ. Κάνουν λόγο για «διπλή γκάφα» στην οποία υπέπεσε η ΝΔ: Αφενός ότι βγήκε εχθρικά απέναντι σε κάτι το οποίο, αν στοιχειωδώς είχαν ρωτήσει τους αρμόδιους για τα θέματα του υπουργείου Άμυνας, θα τους έλεγαν πως είναι κάτι που συζητείται χρόνια και είναι ανάγκη για την Αεροπορία. Αφετέρου, ότι έτρεξαν να τοποθετηθούν για το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας, ενώ η αίσθηση που υπάρχει από αυτούς που ξέρουν είναι πως είναι μια επωφελής συμφωνία.
Ως προς ένα άλλο ζήτημα γύρω από το οποίο, επίσης, προκλήθηκε «θόρυβος», αυτό της βάσης της Σούδας, οι ίδιες πηγές εκφράζουν απορία για την έκταση που πήρε. Αναφέρουν ότι δεν υπήρξε αντικείμενο συζήτησης για την Σούδα, πέρα από το ότι υπήρξε αναφορά στην αξία της και στη σημασία της και στις πολύ ουσιαστικές διευκολύνσεις που δίνονται εκεί για τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις. Σχολιάζουν ότι άλλωστε δεν αμφισβητεί κανείς ούτε προβλέπει αρνητικά ότι θα υπάρξει άμεσα μια ελληνική κυβέρνηση που θα θελήσει να σταματήσει αυτή τη συνεργασία. Επισημαίνουν ότι δεν είναι μόνο η αμερικάνικη βάση εκεί, αλλά και η βάση του ελληνικού ΠΝ και ότι θα ενδιέφερε τη χώρα κάποια στιγμή η αναβάθμισή της.
Ερωτηθείσες σχετικά με τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τη γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, για το που οφείλεται η αλλαγή στάσης του Ταμείου το τελευταίο διάστημα και για το εάν υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα για τις αποφάσεις της κ. Λαγκάρντ, οι ίδιες πηγές διατυπώνουν την εκτίμηση ότι εν πολλοίς η αλλαγή στάσης οφείλεται στο ότι η ίδια η ζωή έχει διαψεύσει πολλές φορές το τελευταίο διάστημα τις προβλέψεις του Ταμείου.
Οι ίδιες πηγές εκφράζουν την εκτίμηση πως, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία αποκτά ρυθμούς ανάπτυξης και δημιουργείται ένα πλαίσιο που διασφαλίζει ότι η χώρα θα πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους, το Ταμείο δεν έχει λόγο να επιμένει σε προβλέψεις και απαιτήσεις που διαψεύδονται.
Εκτιμούν επίσης ότι καθώς υπάρχει η προϊστορία των λανθασμένων προβλέψεων, το Ταμείο για λόγους αξιοπιστίας θα επιμείνει να κερδίσει κάτι σημαντικό, και αυτό είναι το θέμα του χρέους. Αναφέρουν ακόμη ότι υπάρχει αποφασιστικότητα στο Ταμείο, αν δεν υπάρξει ανταπόκριση από την ευρωπαϊκή πλευρά, να μην τραβήξουν σε μάκρος οι συζητήσεις, γιατί κάτι τέτοιο επίσης θα έπληττε την αξιοπιστία του, εκτιμούν οι ίδιες πηγές.
Οι υψηλά ιστάμενες πηγές της κυβέρνησης υπογραμμίζουν πως αυτό το παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται έχει ορίζοντα αφετηρίας τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία και ορίζοντα τερματισμού το τέλος του Φεβρουαρίου, όποτε είναι και η προθεσμία για τη λεγόμενη συμφωνία stand-by που έχει υπογράψει το Ταμείο. «Αυτό που θέλει η ελληνική πλευρά είναι να τελειώνει» υπογραμμίζουν και σχολιάζουν ως προς το θέμα της συμμετοχής ή μη του ΔΝΤ: «μέσα ή έξω, πρέπει να τελειώνουμε».
Σημειώνουν ότι «αμέσως μετά την ολοκλήρωση της γ' αξιολόγησης και στον βαθμό που αυτή γίνει έτσι, όπως προσδοκούμε και δουλεύουμε, στην ώρα της, θα βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα με το Ταμείο για την ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης διευθέτησης σε σχέση με το χρέος».
Σχολιάζουν ακόμη πως, καθώς η αρχική εντύπωση που της είχε δοθεί ήταν πως αυτή κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν θα εμπλεκόταν τόσο ενεργά στο θέμα, προκάλεσε θετική έκπληξη στην ελληνική πλευρά το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, επιμένει στην ανάγκη και υποστηρίζει την ανάγκη να υπάρξουν περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουν ότι ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν εξαιρετικά εποικοδομητικός και ως προς αυτό το θέμα, και στις δηλώσεις του. Δεν παραλείπουν επίσης να επισημάνουν ότι τέσσερις ημέρες πριν από την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, υπήρξε δημόσια τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών Μανούτσιν, «όχι και τόσο ευχάριστη για την πλευρά του ΔΝΤ».
Οι ίδιες πηγές ρωτήθηκαν σε σχέση και με τις εντυπώσεις που άφησε στον πρωθυπουργό η επαφή με τον Ντόναλντ Τραμπ. Αναφέρουν ότι υπήρξε μια καλή χημεία, υπογραμμίζοντας πως είναι γνωστό ότι έχουν διαφορετικές θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις. Τονίζουν δε πως «χημεία δεν σημαίνει συμφωνία», αλλά σημαίνει ότι υπήρχε κατανόηση στο τι ζητούσαμε, τι λέγαμε και τι δεν λέγαμε.
Οι υψηλά ιστάμενες πηγές της κυβέρνησης σημειώνουν ότι η ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργός της Ελλάδας είναι, με όποιον κι αν βρίσκεται στην ηγεσία των ΗΠΑ, να διαμορφώνει τις συνθήκες εκείνες ώστε να πάρει όσα περισσότερα μπορεί για τη χώρα μας.
Με αφορμή την ερώτηση του Αμερικανού δημοσιογράφου για τη δήλωση που είχε κάνει παλιότερα ο πρωθυπουργός, ανέφεραν μεταξύ άλλων πως ο Αμερικανός Πρόεδρος του είπε με χιουμοριστική διάθεση ότι δεν γνώριζε πως ήταν μεταξύ των φανατικά εναντίον του πριν τις εκλογές, με τον κ. Τσίπρα να του απαντά πως φυσικά και ήταν και ότι πολύς κόσμος αισθανόταν ότι αν αναλάβει θα υπάρξουν προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά διαπίστωσαν πως δεν είναι έτσι.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, είχαν συζήτηση και για την επιθετικότητα που αντιμετωπίζει από τα ΜΜΕ, με τον Ντόναλντ Τραμπ να ρωτά τον Έλληνα πρωθυπουργό αν συνεχίζουν να επιτίθενται και σε εκείνον στην Ελλάδα. «Με αμείωτη ένταση» φέρεται να του απάντησε ο κ. Τσίπρας. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Ντ. Τραμπ τού σχολίασε πως αυτό δεν του κάνει κακό, αλλά καλό και πως ο ίδιος επικοινωνεί μέσω twitter, instagram και facebook που έχουν πολύ μεγαλύτερη ανταπόκριση και πολύ πιο άμεση απόδοση από τα Μέσα Ενημέρωσης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ